ταξιμετρικός

ταξιμετρικός
-ή, -ό, Ν [ταξίμετρο]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταξίμετρο.
επίρρ...
ταξιμετρικά Ν
όπως γράφει το ταξίμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”